φιλότεχνος — fond of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και … Dictionary of Greek
φιλοτεχνότατον — φιλότεχνος fond of masc acc superl sg φιλότεχνος fond of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνως — φιλότεχνος fond of adverbial φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεχνον — φιλότεχνος fond of masc/fem acc sg φιλότεχνος fond of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνοις — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνου — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen sg φιλοτέχνης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνους — φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνων — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνῳ — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)